- παραγγαρεία
- παραγγᾰρεία, ἡ,A extra transport provision, in pl., Cod.Theod.8.5.15, 16.2.10, 16.2.14, Cod.Just.1.3.2.3, al.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παραγγαρεία — ἡ, Μ [παραγγαρεύω] πρόσθετη αγγαρεία … Dictionary of Greek